ἄπραγος

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A = ἀπράγμων, Sm.Jd.9.4.

Spanish (DGE)

-ον
inactivo, vago ἀπράγους καὶ ἀπονενοημένους Sm.Id.9.4, ἄνθρωπος ... βατράχου ἀπραγότερος un hombre más vago que una rana Pall.V.Chrys.11p.64
en sent. positivo sereno βίος Pall.H.Laus.25.5.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπραγος, -ον) πράττω
αδρανής, νωθρός
νεοελλ.
1. άπειρος, αδαής
2. αυτός που δεν κατορθώνει να φέρει κάτι σε πέρας.