ἄπραγος

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπρᾱγος Medium diacritics: ἄπραγος Low diacritics: άπραγος Capitals: ΑΠΡΑΓΟΣ
Transliteration A: ápragos Transliteration B: apragos Transliteration C: apragos Beta Code: a)/pragos

English (LSJ)

ἄπραγον, = ἀπράγμων, Sm.Jd.9.4.

Spanish (DGE)

-ον
inactivo, vago ἀπράγους καὶ ἀπονενοημένους Sm.Id.9.4, ἄνθρωπος ... βατράχου ἀπραγότερος un hombre más vago que una rana Pall.V.Chrys.11p.64
en sent. positivo sereno βίος Pall.H.Laus.25.5.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπραγος, -ον) πράττω
αδρανής, νωθρός
νεοελλ.
1. άπειρος, αδαής
2. αυτός που δεν κατορθώνει να φέρει κάτι σε πέρας.