αργατιά

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. εργασία σε κτήμα ή σπίτι άλλου με αμοιβή, μεροκάματο
2. εργασία ομαδική, χωρίς μισθό, που γίνεται για κάποιον άλλο
3. το σύνολο των εργατών που απασχολούνται σε μια δουλειά
4. η εργατική τάξη, ο κόσμος των εργατών.