ἀποτεμαχίζω

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

(τέμαχος)

   A cut a portion off, sever, Herm.in Phdr. p.92 A.:—Pass., τῆς ἀποτετεμαχισμένης ψυχῆς ib.p.166A., cf. Syrian. in Metaph.40.35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτεμαχίζω: (τέμαχος) ἀποκόπτω τεμάχιον, χωρίζω, Θεόδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 92, 19.

Spanish (DGE)

cortar, dividir, separar ἀποτεμαχίζει γὰρ ἡ ὕλη καὶ ἀπομερίζει τὴν τῶν ἀύλων καὶ νοερῶν εἰδῶν ἰδιότητα Syrian.in Metaph.40.36, cf. Herm.in Phdr.92, τῆς ἀποτετεμαχισμένης ψυχῆς Herm.in Phdr.166A.

Greek Monolingual

ἀποτεμαχίζω)
νεοελλ.
κόβω ένα σύνολο σε τεμάχια, κομματιάζω, πετσοκόβω, λειανίζω
αρχ.
κόβω κομμάτι από ένα σύνολο.