αρτέομαι

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀρτέομαι (Α)
ετοιμάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρτέομαι ανάγεται στη ρίζα αρ- «συνάπτω, συναρμόζω» του ρ. αραρίσκω, παρεκτεταμένη με ένα -τ- (πρβλ. άρτι). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για απευθείας παράγωγο του άρτι δεν ευσταθεί.
ΠΑΡ. αρχ. άρτησις (II).
ΣΥΝΘ. αρχ. αναρτέομαι, παραρτέομαι.