εως, ἡ,
A weakness, faintness, Hp.Judic.20.
[Seite 370] ἡ, Schwäche, Ohnmacht, Hippocr.
ἀσθένωσις: -εως, ἡ, ἀδυναμία, τάσις πρὸς ἀσθένειαν, Ἱππ. 54. 4.
ἀσθένωσις, η (Α) [[[ασθενώ]] (II)]η αδυναμία ή η τάση για ασθένεια.