ἀσμάραγος

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A noiseless, Opp.H.3.428.

German (Pape)

[Seite 372] ohne Lärm, Opp. H. 3, 428.

Spanish (DGE)

(ἀσμάρᾰγος) -ον

• Prosodia: [-μᾰ-]
silencioso ἀνδράσι τ' ἀφθόγγοισι καὶ ἀσμαράγοις ἐλάτῃσι Opp.H.3.428.

Greek Monolingual

ἀσμάραγος, -ον (Α)
ο αθόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σμαραγος < σμαραγώ «κάνω θόρυβο» (πρβλ. αλισμάραγος, βαρυσμάραγος κ.ά.].