αστοχώ

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἀστοχῶ, -έω) άστοχος
1. δεν πετυχαίνω τον στόχο, αποτυγχάνω
2. σφάλλω, πλανώμαι στην κρίση μου
(μσν. νεοελλ.) δεν ευδοκιμώ («αστόχησαν τα στάρια», «αστοχήσασα η χώρα διά την λειψυδρίαν»)
νεοελλ.
1. ξεχνώ
2. δεν δίνω σημασία, παραμελώ.