(AM ἀστοχῶ, -έω) άστοχος1. δεν πετυχαίνω τον στόχο, αποτυγχάνω2. σφάλλω, πλανώμαι στην κρίση μου(μσν. νεοελλ.) δεν ευδοκιμώ («αστόχησαν τα στάρια», «αστοχήσασα η χώρα διά την λειψυδρίαν»)νεοελλ.1. ξεχνώ2. δεν δίνω σημασία, παραμελώ.