ασφάλιση

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Μ ἀσφάλισις)
εξασφάλιση, ασφάλεια, σιγουριά
νεοελλ.
1. η ένωση προσώπων που είναι εκτεθειμένα σε ομοειδείς κινδύνους και έχουν αυτοτελείς αμοιβαίες αξιώσεις για ασφαλιστική παροχή.