ἀτοκία

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A unfruitfulness, barrenness, Muson,Fr.15 Ap.77H.

German (Pape)

[Seite 387] ἡ, Unfruchtbarkeit, Stob.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτοκία: ἡ, τὸ μὴ τίκτειν, στείρωσις, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 450. 15.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
esterilidad ἀτοκίᾳ προστίθεσθαι ... ἀπηγόρευσαν αὐταῖς Muson.15, γυναικὸς ἀτοκίας ἰᾶται Gp.12.38.1, cf. Gal.Ins.Log.6.3 (cj.).

Greek Monolingual

η (AM ἀτοκία) [[[άτοκος]] (Ι)]
1. ανικανότητα για τεκνοποίηση, στειρότητα
2. αγονία, ακαρπία.