ασφυκτιώ

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. αισθάνομαι πνιγμονή, πιάνεται η αναπνοή μου
2. αγωνιώ ή στενοχωριέμαι υπερβολικά, πνίγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].