1. αισθάνομαι πνιγμονή, πιάνεται η αναπνοή μου2. αγωνιώ ή στενοχωριέμαι υπερβολικά, πνίγομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].