αγωνιώ

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

(Α ἀγωνιῶ, -άω) ἀγωνία
κατέχομαι από αγωνία, ανησυχώ υπερβολικά, φοβάμαι
νεοελλ.
καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, παιδεύομαι, μοχθώ
αρχ.
αγωνίζομαι με προθυμία και ζήλο, παλεύω, συναγωνίζομαι.