αὐτόπυρος, ο (Α)κατασκευασμένος από ακοσκίνιστο σιταρένιο αλεύρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -πυρος < πυρός «σιτάρι» (πρβλ. εύπυρος, πολύπυρος)].