ἁψικορία

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ἡ,

   A rapid satiety, Plb.14.1.4, Plu.2.504d, Andronic.Rhod.p.572M.; fickleness, δίχα ὕβρεως καὶ ἁ. PLond.5.1711 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 421] ἡ, das Wesen des Folgenden, Veränderlichkeit im Geschmack, Pol. 14, 1; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἁψῐκορία: τὸ ἁψίκορον, τὸ ταχέως αἰσθάνεσθαι κόρον πράγματός τινος, Πολύβ. 14. 1, 4, Πλούτ. 2. 504D·- ῥῆμα -κορέω, εἶμαι ἁψίκορος, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prompt dégoût.
Étymologie: ἁψίκορος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
hastío de todo, de ahí inconstancia, volubilidad διὰ τὴν φυσικὴν τῶν Νομάδων ἁψικορίαν Plb.14.1.4, ἐπιθυμίας εἴδη ... ἁ. Andronic.Rhod.572, μόνος Ὅμηρος τῆς τῶν ἀνθρώπων ἁψικορίας περιγέγονεν Plu.2.504d, δίχα ὕβρεως καὶ ἁψικορίας PLond.1711.39 (VI d.C.).

Greek Monolingual

η (Α ἁψικορία) αψίκορος
1. το να αισθάνεται κανείς γρήγορα κορεσμό για κάποιο πράγμα
2. η εύκολη ικανοποίηση και εναλλαγή των επιθυμιών.