αυταπάρνηση

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. το να απαρνιέται κανείς τον εαυτό του προς χάριν άλλων, η αυτοθυσία
2. η πιστή εκτέλεση του καθήκοντος
3. η προσφορά του εαυτού μας στην επικράτηση του δικαίου, του αγαθού και γενικότερα του ηθικού νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + απάρνηση (-ις)
Ο τ. αυταπάρνησις μαρτυρείται από το 1844 στην ανώνυμη μετάφραση του σχετικού με τη θρησκεία βιβλίου του Butler].