αυτοθυσία

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

η
η οικειοθελής θυσία του εαυτού μας ή των συμφερόντων μας προς όφελος των άλλων, αγαπημένου προσώπου ή ιδανικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + θυσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Δημήτριο Γουζέλη].