βουβάλιον

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

German (Pape)

[Seite 455] τό, 1) cunnus, Hesych.; Mein. conj., für μόριον, κοσμάριον, also = vor. – 2) eine wilde Gurkenart, Hippocr.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Alolema(s): βουβάλιος, ὁ Hp. en Gal.19.89

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 bot. cohombrillo amargo, pepinillo del diablo, Ecballium elaterium (L.) A. Rich., Hp.l.c., Ps.Dsc.4.150, Hsch.
2 gener. plu., un tipo de brazalete o ajorca que lleva una cabeza de antílope, Nicostr.Com.32, βουβάλια καρπῶν Diph.58, ἐρωτίων καὶ βουβαλίων ζεῦγος IG 11(2).161B.118 (Delos III a.C.), cf. Poll.5.99, Lib.Decl.32.30, Hsch., EM 206.16G.

• Etimología: Parece un comp. popular de βου- y βάλλω.

Greek Monolingual

βουβάλιον, το (AM)
1. είδος άγριου αγγουριού
2. πληθ. βουβάλια, τα
είδος βραχιολιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι βουβάλιον < βου- επιτατικό (< βους) + βάλλω, πιθ. από συσχετισμό προς τη βίαιη πτώση του ώριμου καρπού από το δέντρο με το παραμικρό άγγιγμα. Κατ' άλλους, βουβάλιον < βου- επιτ. (< βους) με β' συνθετικό μία λ. που συνδέεται με το βάλανος. Εξάλλου η σημ. «είδος βραχιολιών» προήλθε ίσως από τη μορφή τους που θα παρουσίαζε ομοιότητα με τον καρπό, ενώ άλλοι τα συνδέουν με το βούβαλις «είδος αντιλόπης»].