γαρνίρω

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και γαρνιρίζω
στολίζω, ποικίλλω κάτι με πρόσθετα στοιχεία («γαρνίρω φόρεμα με δαντέλες ή το ψητό με αρακά και καρότα ή τη συζήτηση με αστεία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. λ., ρομανικής προέλευσης (πρβλ. γαλλ. garnir, βενετ. guαrnir, ιταλ. guarnire)].