γαύρωμα

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A subject for boasting, E.Tr.1250, Aristid.Or.28(49).124.

German (Pape)

[Seite 476] τό, das worauf man stolz ist, Prunk, Eur. Tr. 1250.

Greek (Liddell-Scott)

γαύρωμα: τό, τό ἐφ’ ᾧ τις ἐπαίρεται, αἰτία ὑπερηφανίας, Εὐρ. Τρῳ. 1250, Ἀριστείδ. 2. 394.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sujet d’orgueil.
Étymologie: γαυρόομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
objeto o motivo de orgullo E.Tr.1250, Aristid.Or.28.124.

Greek Monolingual

το (Α)
αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος, το καύχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαυρούμαι
το ενεργητικό μεταβιβαστικό γαυρώ είναι μεταγενέστερο].