γαλακτοτροφία

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ἡ, = foreg., LXX 4 Ma.16.7, Ph.2.83, BGU297.14 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 471] ἡ, dasselbe, Philo u. Sp.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
lactancia, amamantamiento LXX 4Ma.16.7, Ph.2.83, BGU 297.14 (I d.C.), PMich.Teb.121re.1.8.2 (I d.C.), CPGr.1.28.13 (II d.C.), fig. Isid.Pel.Ep.M.78.872A.

Greek Monolingual

η (AM γαλακτοτροφία)
η διατροφή με γάλα, η γαλουχία
νεοελλ.
το να τρέφεται κάποιος αποκλειστικά ή κυρίως με γάλα και με τα παράγωγα του.