ο1. παλιός, έμπειρος ναυτικός2. ειρων. αυτός που δεν έχει σχέση με τη θάλασσα3. ειρων. ο κομπαστής, ο παραμυθάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gemici «ναυτικός»].