γκρινιάζω
Greek Monolingual
και γρινιάζω (Μ γρυννίζω) γκρίνια
1. παραπονούμαι συνεχώς, μεμψιμοιρώ
2. μουρμουρίζω
3. ενοχλώ κάποιον με τα παράπονα μου
4. (για μωρά) κλαψουρίζω.
και γρινιάζω (Μ γρυννίζω) γκρίνια
1. παραπονούμαι συνεχώς, μεμψιμοιρώ
2. μουρμουρίζω
3. ενοχλώ κάποιον με τα παράπονα μου
4. (για μωρά) κλαψουρίζω.