γραφίδα

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM γραφίς)
όργανο με το οποίο γράφει, ζωγραφίζει ή ιχνογραφεί κανείς
νεοελλ.
(για συγγραφέα) η χαρακτηριστική τεχνοτροπία, το ύφος του
αρχ.-μσν.
ο χρωστήρας, το πινέλο του ζωγράφου
αρχ.
1. σμίλη, κοπίδι
2. σχεδιογράφημα
3. βελόνα για κέντημα
4. κέντημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή ή < γράφω.