τεχνοτροπία

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ο ιδιαίτερος τεχνικός τρόπος που διέπει το καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό δημιούργημα, το ιδιάζον ύφος που χαρακτηρίζει τα έργα ενός καλλιτέχνη ή μιας καλλιτεχνικής σχολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + τρόπος + κατάλ. -ία. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Γρ. Παπαδόπουλο].