χρωστήρας

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

ο / χρωστήρ, -ῆρος, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργαλείο για βάψιμο, κν. πινέλο, βούρτσα
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που μπορεί να χρωματίσει («χρωστὴρ μόλυβος» — το κοντύλι, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρωσ- του ρ. χρώννυμι (πρβλ. παθ. παρακμ. κέ-χρωσ-μαι) + κατάλ. -τήρ(ας)].