γραμμάριο

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α γραμμάριον)
νεοελλ.
μονάδα βάρους, το ένα χιλιοστό του κιλού
αρχ.
μονάδα βάρους ίση με τρεις οβολούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του γράμμα (πρβλ. αγγλ. gram
γαλλ. gramme)].