γραμμάριο

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

το (Α γραμμάριον)
νεοελλ.
μονάδα βάρους, το ένα χιλιοστό του κιλού
αρχ.
μονάδα βάρους ίση με τρεις οβολούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του γράμμα (πρβλ. αγγλ. gram
γαλλ. gramme)].