δέκαθλο

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
αθλητικό αγώνισμα, σύνθετο από δρόμους, άλματα και ρίψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + άθλο «βραβείο, αγώνας». Εν αντιθέσει με το πένταθλο, που υπήρχε ήδη στην αρχαιότητα, το δέκαθλο είναι νεώτερο αγώνισμα].