άθλο
From LSJ
Greek Monolingual
το (Α ἆθλον και ασυναίρ. ἄεθλον)
βραβείο, έπαθλο, γέρας
νεοελλ.
(συνήθως στον πληθυντικό ειρωνικά) τα άθλα, κατορθώματα, αξιοκατάκριτες πράξεις
αρχ.
1. βραβείο σε αγώνα, βραβείο, επιβράβευση, αμοιβή
2. άθλος, αγώνας, επίπονη προσπάθεια, πάλη
3. το μέρος όπου γίνονται οι αγώνες
4. φρ. «ἆθλα κεῖται ήπρόκειται», ορίζονται βραβεία
«ἆθλα λαμβάνω», κερδίζω βραβείο
«ἆθλα προφαίνω ήπροτίθημι», προτείνω, προσφέρω βραβείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄεθλον
το ουδ. του επιθ. ἄεθλος, που χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικό
με συναίρεση προέκυψε ο τ. ἆθλον, το.
ΠΑΡ. άθλιος, αρχ. ἀθλεύω.
ΣΥΝΘ. αθλοθέτης, αθλοφόρος, αρχ. ἀθλοθετήρ.