δενδροκοπώ
Greek Monolingual
(AM δενδροκοπῶ, -έω) δενδροκόπος
κόβω δένδρα
αρχ.
1. κόβω, καταστρέφω οπωροφόρα δένδρα και αμπέλια
2. φρ. «δενδροκοπέω χώραν» ερημώνω μια περιοχή κατακόβοντας τα δένδρα της.
(AM δενδροκοπῶ, -έω) δενδροκόπος
κόβω δένδρα
αρχ.
1. κόβω, καταστρέφω οπωροφόρα δένδρα και αμπέλια
2. φρ. «δενδροκοπέω χώραν» ερημώνω μια περιοχή κατακόβοντας τα δένδρα της.