δενδροκόπος

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροκόπος Medium diacritics: δενδροκόπος Low diacritics: δενδροκόπος Capitals: ΔΕΝΔΡΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: dendrokópos Transliteration B: dendrokopos Transliteration C: dendrokopos Beta Code: dendroko/pos

English (LSJ)

ὁ, woodcutter, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ agr. talador de árboles, PCair.Preis.20.23 (IV d.C.) en BL 8.76, cf. Gloss.3.307.

Greek Monolingual

ο (AM δενδροκόπος)
αυτός που κόβει δένδρα, ο υλοτόμος
νεοελλ.
ζωολ. γένος Δρυκολαπτιδών Πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχ. λ. δενδροκόπος < δένδρον + -κόπος < κόπτω.