δερμόνι

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
μεγάλο κόσκινο για σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (κατάλ.) -ονι. Η ετυμολ. σύνδεση της λ. με το αρχ. δρόμων «γρήγορο καράβι» δεν φαίνεται πολύ πιθανή].