διανταῖος

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

α, ον (ος, ον E.Ion766 (lyr.)),

   A extending throughout, of ligaments running the whole length of the spine, Hp.Art.45; right through, διανταίαν πλαγὰν πεπλαγμένος A.Th.895 (lyr.); διανταίαν οὐτᾶν Id.Ch.640(lyr.); δ. βέλει ib.184; ὀδύνα E.Ion766(lyr.); μοῖρα δ. relentless destiny, A.Eu.334 (lyr.). Adv. -αίως, παθεῖν Antyll. ap. Orib.44.23.14.

German (Pape)

[Seite 593] α, ον, auch 2 Endungen, ὀδύνα, Eur. Ion 766; gerad hindurchgehend, durchdringend, πληγή, Aesch. Spt. 894; D. Sic. 16, 94; auch διανταία allein, Aesch. Ch. 640; βέλος, 184; μοῖρα, das unerbittliche (durchgreifende) Geschick, Eum. 334. – Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διανταῖος: -α, -ον, ἐκτεινόμενος ἀπ᾿ ἄκρου ἕως ἄκρου, δι᾿ ὅλης τῆς γραμμῆς· ἐπὶ ἐπιδέσμων ἐκτεινομένων καθ᾿ ὅλον τὸ μῆκος τῆς ῥάχεως, Ἱππ. Ἄρθρ. 809· ἀκριβῶς διὰ μέσου, διανταία πληγή, καίριον τραῦμα, Αἰσχύλ. Θήβ. 894· οὕτω, διανταίαν οὐτᾶν ὁ αὐτ. Χο. 640· δ. βέλει αὐτόθι 184· ὀδύνα Εὐρ. Ἴωνι 767· - μοῖρα δ., ἀμετάβλητος, ἀδυσώπητος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 334. - Ἐπίρρ. -ως, Ἄντυλλ. (Ὀρειβ. 3, 618).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 qui frappe droit à travers (arme, coup, blessure);
2 qui ne se laisse pas dévier, inflexible (sort, destinée).
Étymologie: διά, ἀντί.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Grafía: graf. διαντέ- Gal.18(1).351, 528

• Morfología: [-ος, -ον E.Io 767]
I 1que atraviesa de parte a parte διανταίαν λέγεις una herida, A.Th.895, cf. D.S.16.94, τόδ' ἄγχι πλευμόνων ξίφος διανταίαν ... οὐτᾷ esta espada hiere junto a los pulmones (el pecho) de parte a parte A.Ch.640, βέλος A.Ch.184, δ. ἔτυπεν ὀδύνα με πλευμόνων τῶνδ' ἔσω un dolor de lado a lado me ha sacudido dentro de mis pulmones E.l.c., πτερώσεις διεκτετρημέναι διανταίοις τρήμασι Orib.49.24.15
fig. inflexible τοῦτο γὰρ λάχος διανταία Μοῖρ' ἐπέκλωσεν A.Eu.334.
2 anat. que se extiende a todo lo largo τόνοι νευρώδεες de los ligamentos de la espina dorsal, Hp.Art.45, cf. Gal.18(1).528, προσδῆσαι ... ἱμάντι ... ἐκ δύο διανταίων συμβεβλημένῳ Hp.Art.47, cf. Gal.18(1).351.
II adv. -ως completamente εἰ δὲ ... τὸ ὀστοῦν δ. πάθοι Antyll. en Orib.44.20.14.

Greek Monolingual

διανταῑος, -α, -ον (Α) ανταίος
1. (για επίδεσμο) αυτός που εκτείνεται απ' άκρη σ' άκρη, που περιδένει όλη την έκταση τραύματος
2. αμετάβλητος, αναπότρεπτος.