δίαμμος

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ον,

   A very sandy, Plb.34.10.3, Str.1.3.7.

German (Pape)

[Seite 590] sehr sandig, γῆ Pol. 34, 10; – auch Strab. 1, 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δίαμμος: -ον, πλήρης ἄμμου, λίαν ἀμμώδης, Πολύβ. 34. 10, 3, Στράβ. σ. 52. 133.

Spanish (DGE)

-ον
arenoso γῆ Plb.34.10.3, Str.16.4.2, παραλία Str.1.3.7, cf. 2.5.37.

Greek Monolingual

δίαμμος, -ον (Α) άμμος
(για τόπο) πολύ αμμώδης, γεμάτος άμμο.