(Α διαπεραιῶ, -όω)1. διαπορθμεύω, μεταφέρω στο απέναντι μέρος2. διακομίζω από τη μια όχθη στην απέναντιαρχ.1. διαβαίνω, περνώ2. φρ. «διεπεραιώθη ξίφη» — τα ξίφη βγήκαν απ' τις θήκες τους.