διαπορθμεύω
English (LSJ)
A carry over or across a river or strait, Hdt.4.141, Acus.29J., etc.; carry a message from one to another, Hdt.9.4:—Pass., to be ferried across, BGU1188.10 (i B.C.).
2 metaph., transmit, θεοῖς τὰ παρ' ἀνθρώπων καὶ ἀνθρώποις τὰ παρὰ θεῶν Pl.Smp. 202e, cf. Procl.Inst.148, Iamb.Myst.1.5; κλῆρον εἰς τοὺς ἐκγόνους Jul. Or.2.81c.
II δ. ποταμόν, of ferry-boats, ply across a river, Hdt. 1.205,5.52: abs., cross over, Iamb.VP2.11.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. -μείω Gloss.2.273
1 transportar, llevar, pasar a través de ext. acuáticas, c. ac. de pers. o cosa τὰς νέας ἁπάσας παρεῖχε διαπορθμεύειν τὴν στρατιήν Hdt.4.141, cf. 8.130, Εὐρώπην Acus.29, Apollod.2.5.7, τοὺς παριόντας διεπόρθμευε μισθοῦ Apollod.2.7.6, με ... διεπόρθμευσεν ref. a Caronte, Luc.Nec.10, cf. Cont.23, DMort.2.1, τὴν τροφήν Gal.3.762, ὅθεν πέρ φασι τὰς ψυχὰς διαπορθμεύειν τὸν Θάνατον Eutecnius Al.Par.56.5, cf. Hsch., en v. pas. διαπορθμευομένων τῶν νεκρῶν διὰ τοῦ ποταμοῦ D.S.1.96
•abs., en v. med. transportar, hacer los transportes de cereales en una balsa BGU 1188.10 (I a.C.).
2 cruzar, atravesar c. ac. del espacio atravesado ἐπὶ πλοίων τῶν διαπορθμευόντων τὸν ποταμόν Hdt.1.205, cf. 5.52, τὸν Ἰόνιον κόλπον Procop.Vand.1.1.12, c. giro prep. πρὸς τὸν Φερεκύδην διεπόρθμευε cruzó el mar para reunirse con Ferécides Iambl.VP 11, διαπορθμεύειν ἐπὶ μισθῷ cruzar pagando un río, Hld.2.22.1, διαπορθμεύει (τὸ φῶς) ... ἐπὶ τὴν γῆν cruza (la luz) hasta la tierra, Ammon.in Int.36.9, cf. Isch.Libell.51 (p.18).
3 transmitir, ser vehículo de τὰς ψυχικὰς δυνάμεις Gal.19.168, τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν ... εἰς τὸ σῶμα διαπορθμεύουσα Simp.in Cael.381.35, εἰ ... τὸν κλῆρον εἰς τοὺς ἐκγόνους διαπορθμεύσειε Iul.Or.3.81c, (σωτηρίαν) εἰς τὴν γῆν Chrys.M.63.33, cf. Dion.Ar.CH 15.6, διαπορθμεύων (ὁ ἀήρ) τὴν ὄψιν Simp.in Cael.130.16, en v. pas. ib.8.1
•verbal y físicamente Κάδμος δὲ ταῦτα (εὑρήματα) διεπόρθμευσεν εἰς τὴν Ἑλλάδα Arist.Fr.501.
4 transmitir verbalmente τοὺς λόγους ... τοῖσι Ἀθηναίοισι διεπόρθμευσε Hdt.9.4, τὸ δαιμόνιον ... διαπορθμεῦον θεοῖς τὰ παρ' ἀνθρώπων Pl.Smp.202e, cf. Procl.Inst.148, Iambl.Myst.1.5, de los intérpretes τὰς παρ' ἑκατέρων φωνὰς ... πρὸς ἑκατέρους Max.Tyr.8.8, cf. Gr.Nyss.Eun.2.48, γλῶττα διαπορθμεύει τοῖς ἔξω τὸν νοῦν Ath.Al.M.27.565B, cf. Cyr.Al.M.68.717C.
German (Pape)
[Seite 597] überfahren, übersetzen, στρατιήν Her. 4, 141. 8, 130; auch ποταμούς, 5, 52; eine Botschaft überbringen, 9, 4; ähnl. τοῖς θεοῖς τὰ παρ' ἀνθρώπων Plat. Conv. 202 e; Iambl. auch intraus., überfahren. – Bei Sp. auch = übersetzen, dollmetschen.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 faire passer un fleuve ou un détroit;
2 transmettre un message;
II. intr. traverser un fleuve.
Étymologie: διά, πορθμεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πορθμεύω overzetten, met acc.:; δ. τὴν στρατίαν het leger (de rivier) overzetten Hdt. 1.205.2; τὰ πλοῖα τὰ διαπορθμεύοντα τὸν ποταμόν de schepen die het transport over de rivier verzorgden Hdt. 1.205; overdr. overbrengen:. τοὺς λόγους... τοῖσι Ἀθηναίοισι διεπόρθμευσε hij had de boodschap aan de Atheners overgebracht Hdt. 9.4.1; τὸ δαιμόνιον... διαπορθμεῦον θεοῖς τὰ παρ’ ἀνθρώπων het daimonion dat aan de goden dat wat van de mensen komt overbrengt Plat. Smp. 202e.
Russian (Dvoretsky)
διαπορθμεύω:
1 переправлять (на другой берег), перевозить (στρατιήν Her.);
2 переносить, передавать, доставлять (τοὺς λόγους τοῖσι Ἀθηναίοισι Her.);
3 разъяснять, истолковывать (ἑρμηνεύειν καὶ δ. θεοῖς τὰ παρ᾽ ἀνθρώπων καὶ ἀνθρώποις τὰ παρὰ θεῶν Plat.);
4 переезжать, переправляться (τοὺς ποταμούς Her.).
Greek Monolingual
(AM διαπορθμεύω)
1. περνάω απέναντι κάποιον μέσω πορθμού
2. διαπεραιώνω με πλοίο ή βάρκα από τη μία όχθη ποταμού ή λίμνης στην απέναντι ή από την ακτή στο πλοίο και αντιστρόφως
αρχ.
1. μτφ. διαβιβάζω, μεταδίδω
2. ανακοινώνω, επεξηγώ
3. μεταφράζω, μεταγλωττίζω.
Greek Monotonic
διαπορθμεύω: μέλ. -σω,
I. 1. διασχίζω ή διαβαίνω, περνώ απέναντι ένα ποτάμι ή πορθμό, μεταφέρω απέναντι, σε Ηρόδ.· μεταφέρω ένα μήνυμα από τον ένα στον άλλο, στον ίδ.
2. μεταφ., μεταφράζω, διερμηνεύω, επεξηγώ, σε Πλάτ.
II. δ. ποταμόν, λέγεται για τις διαπορθμευτικές λέμβους, μεταφέρω στην απέναντι όχθη, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
διαπορθμεύω: διαβιβάζω, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος διὰ μέσου ποταμοῦ ἢ πορθμοῦ, Ἡρόδ. 4. 141, κτλ. διαβιβάζω ἀγγελίαν ἢ παραγγελίαν ἐκ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸν ἕτερον, ὁ αὐτ. 9. 4. 2) μεταφ., ὡς τὸ ἑρμηνεύω, μεταφέρω ἀπὸ γλώσσης τινὸς εἰς ἄλλην, μεταφράζω, Πλάτ. Συμπ. 202Ε. ΙΙ. δ. ποταμόν, ἐπὶ διαπορθμευτικῶν λέμβων, διαβιβάζω εἰς τὸ ἀπέναντι τοῦ ποταμοῦ, Ἡρόδ. 1. 205, 5. 52.
Middle Liddell
fut. σω
I. to carry over or across a river or strait, Hdt.: to carry a message from one to another, Hdt.
2. metaph. to translate, interpret, Plat.
II. δ. ποταμόν, of ferry-boats, to ply across a river, Hdt.