διεκτείνω

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

   A stretch out, extend, v.l. in Hp.Mochl.38 for δεῖ ἐκτ-, cf. Hero Bel.99.1:— Pass., fut. -τᾰθήσομαι Iamb.in Nic.p.71P.

German (Pape)

[Seite 618] durch- u. ausstrecken, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διεκτείνω: ἐκτείνω, τεντώνω διὰ μέσου, Ἱππ. Μοχλ. 863 (διάφ. γρ. δεῖ ἐκτ-), Ἥρων Βελ. 135.

Spanish (DGE)

1 estirar, extender τὸν τόνον διὰ τοῦ καλουμένου ἐντονίου Hero Bel.99.1, en v. pas. ἡ προκοπὴ τῶν πολυγώνων Iambl.in Nic.71.
2 en v. med. extenderse ἄνωθεν δὲ τοῖς ἐντέροις ἐπίκειται διεκτεταμένος ὁ ἐπίπλους en la parte superior de los intestinos se sitúa en toda su extensión el epiplón Ruf.Anat.53, ἀπὸ ἧς κοιλότητος διεκτέταται ὑπεροχή desde esta cavidad se extiende una apófisis Ruf.Oss.11.

Greek Monolingual

διεκτείνω (Α) εκτείνω
τεντώνω, εκτείνω απ' άκρη σ' άκρη.