Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεκτείνω

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκτείνω Medium diacritics: διεκτείνω Low diacritics: διεκτείνω Capitals: ΔΙΕΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: diekteínō Transliteration B: diekteinō Transliteration C: diekteino Beta Code: diektei/nw

English (LSJ)

stretch out, extend, v.l. in Hp.Mochl.38 for δεῖ ἐκτ-, cf. Hero Bel.99.1:—Pass., fut. -τᾰθήσομαι Iamb.in Nic.p.71P.

Spanish (DGE)

1 estirar, extender τὸν τόνον διὰ τοῦ καλουμένου ἐντονίου Hero Bel.99.1, en v. pas. ἡ προκοπὴ τῶν πολυγώνων Iambl.in Nic.71.
2 en v. med. extenderse ἄνωθεν δὲ τοῖς ἐντέροις ἐπίκειται διεκτεταμένος ὁ ἐπίπλους en la parte superior de los intestinos se sitúa en toda su extensión el epiplón Ruf.Anat.53, ἀπὸ ἧς κοιλότητος διεκτέταται ὑπεροχή desde esta cavidad se extiende una apófisis Ruf.Oss.11.

German (Pape)

[Seite 618] durch- u. ausstrecken, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διεκτείνω: ἐκτείνω, τεντώνω διὰ μέσου, Ἱππ. Μοχλ. 863 (διάφ. γρ. δεῖ ἐκτ-), Ἥρων Βελ. 135.

Greek Monolingual

διεκτείνω (Α) εκτείνω
τεντώνω, εκτείνω απ' άκρη σ' άκρη.