διικνοῡμαι (-έομαι) (Α) ικνούμαι1. περνώ ανάμεσα, διεισδύω2. διηγούμαι, εκθέτω3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι4. (για ψυχικά πάθη) υπομένω μέχρι τέλους5. φθάνω ώς ένα σημείο6. πετυχαίνω με βλήματα έναν στόχο.