ικνούμαι
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
Greek Monolingual
ἱκνοῦμαι, -έομαι (Α)
1. έρχομαι, φθάνω σε κάτι
2. έρχομαι στο σπίτι κάποιου
3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω, κυριεύω
4. έρχομαι σε κάποιον ως ικέτης, ικετεύω
5. απρόσ. ἱκνεῖται
αρμόζει, πρέπει
6. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως επίθ.) ἱκνούμενον και ἱκνεύμενον
αυτό που πρέπει, που αρμόζει
7. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἱκνεύμενος
ο κατάλληλος χρόνος
8. φρ. α) «τὸ ἱκνούμενον ἀνάλωμα» — η δαπάνη που αναλογεί σε κάποιον
β) «λόγος τινί ἱκνούμενος» — λόγος ευνοϊκός για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ίκω βλ. λ..
ΣΥΝΘ. (Β’ συνθετικό) αφικνούμαι, εξικνούμαι
αρχ.
διεξικνούμαι, διεφικνούμαι, διικνούμαι, εισαφικνούμαι, εισικνούμαι, ενικνούμαι, επικαθικνούμαι, εφικνούμαι, καθικνούμαι, περιικνούμαι, προαφικνούμαι, προϊκνούμαι, προσαφικνούμαι, προσικνούμαι, συναφικνούμαι, συνεξικνούμαι, συνικνούμαι].