διαλλακτικότητα

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
διάθεση για συνδιαλλαγή, συμβιβαστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαλλακτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].