συνδιαλλαγή
German (Pape)
[Seite 1007] ἡ, gemeinschaftliche Aussöhnung, D. Hal. Von
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαλλᾰγή: ἡ, διαλλαγή, συμφιλίωσης, διάφορ. γραφ. παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. 6. 22.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συνδιαλλάσσω
αποκατάσταση φιλίας, συμβιβασμός, συμφιλίωση
νεοελλ.
1. διεθν. δίκ. διπλωματικός τρόπος επίλυσης τών διεθνών διαφορών κατά τον οποίο η διευθέτηση της διαφοράς ανατίθεται σε διεθνή επιτροπή, την επιτροπή συνδιαλλαγής
2. φρ. «επιτροπή συνδιαλλαγής»
διεθν. δίκ. διεθνής επιτροπή που αποτελείται από τρία ή πέντε μέλη, κατά κανόνα υπηκόους τρίτων κρατών, και η οποία, μετά από αμερόληπτη εξέταση της διαφοράς μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, προσπαθεί να καθορίσει όρους διευθέτησής της, κοινώς αποδεκτούς, ή βοηθεί τα διιστάμενα μέρη στον διακανονισμό της διαφοράς παρέχοντας σ' αυτά τη γνώμη της αν αυτό της έχει ζητηθεί.