διυλιστήριος
Greek Monolingual
-ο
1. ο χρήσιμος στη διύλιση
2. το ουδ. ως ουσ. το διυλιστήριο
α) το σύνολο τών εγκαταστάσεων στις οποίες γίνεται ο καθαρισμός ή εξευγενισμός διαφόρων ουσιών ή ο διαχωρισμός ουσίας στα προϊόντα της με απόσταξη
β) ο διυλιστήρας.