(Α διεκπεραιῶ, -όω) εκπεραιώ1. στέλνω στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη2. παθ. διέρχομαι, περνώ απέναντινεοελλ.1. φέρω εις πέρας, εκτελώ εντολή, υπηρεσία2. συσκευάζω σε φακέλους, καταχωρίζω και αποστέλλω έγγραφα ή έντυπα.