και δροσά, η (AM δροσία
Α και δροσίη
Μ και δροσά) δρόσος
η δρόσος
μσν.- νεοελλ.
1. υπόψυχρος, ευχάριστος άνεμος
2. δροσερό, σκιερό μέρος
3. φρεσκάδα, ομορφιά
4. ευχαρίστηση, χαρά
5. φρ. «δροσιά δεν αξίζουν» — δεν αξίζουν τίποτε
μσν.
ανακούφιση, παρηγοριά
αρχ.
ο αφρός στο στόμα τών αλόγων.