δυσπροσόρμιστος

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A hard to land on, having few ports, Plb.1.37.4; δ. ἀπόβασις a difficult landing, D.S.1.31.

German (Pape)

[Seite 688] ungünstig für das Landen; von der Küste Pol. 1, 37, 4; λιμήν Poll. 1, 103; ἀπόβασις, schwierige Landung, D. Sic. 1, 31.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπροσόρμιστος: -ον, εἰς ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσορμισθῇ τις, Πολύβ. 1. 37, 4· δ. ἀπόβασις, δύσκολος ἀπόβασις, Διόδ. 1. 31.

Spanish (DGE)

-ον
de difícil acceso por mar, donde es difícil atracar, que presenta pocos fondeaderos ἡ ἔξω πλευρὰ τῆς Σικελίας Plb.1.37.4, cf. 4.56.6, Sch.Call.SHell.251.3, τὸ Αἰγύπτιον πέλαγος ... ἔχει ... τὴν ἀπόβασιν τὴν ἐπὶ τὴν χώραν δ. el mar de Egipto presenta un acceso a tierra especialmente dificultoso D.S.1.31, πόλις D.S.20.74.

Greek Monolingual

δυσπροσόρμιστος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει κατάλληλη πρόσβαση από τη θάλασσα.