εγγονός

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και έγγονος και αγγονός και άγγονας, ο
θηλ. εγγονή και εγγόνη και αγγονή και εγγόνισσα, η
ουδ. εγγόνι και αγγόνι, το (AM ἔγγονος, ο
θηλ. ἐγγόνη και ἔγγονος, η)
το παιδί του γιου ή της κόρης κάποιου
(αρχ.- μσν.) νεοσσός, μικρό πουλί
αρχ.
1. απόγονος
2. αυτός που παράγεται ή προέρχεται από κάποιον
3. παραγωγικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εγγονός < έγγονος με καταβιβασμό του τόνου αναλογικά προς τα γιος, ανεψιός (πρβλ. προγονός)].