το (Μ ἔβγα)1. έξοδος («στο έβγα του λιμανιού», «στο έβγα της σπηλιάς»)2. λήξη, τέλος («στο έβγα του χειμώνα»)μσν.1. (για εμπόριο) εξαγωγές2. φρ. «τὸ ἔβγα τοῡ ἡλίου» — η ανατολή.