έβγα

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

το (Μ ἔβγα)
1. έξοδος («στο έβγα του λιμανιού», «στο έβγα της σπηλιάς»)
2. λήξη, τέλος («στο έβγα του χειμώνα»)
μσν.
1. (για εμπόριο) εξαγωγές
2. φρ. «τὸ ἔβγα τοῦ ἡλίου» — η ανατολή.