ἐγκατακλείω

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

   A shut up in, enclose, τινὰ τῷ νεῷ Alex.40.3, cf. Arist.Pr.937a29; τὸ θερμὸν Thphr.CP5.13.2:—Pass., Hp.Acut.16, Arist.Mete.378a29.

German (Pape)

[Seite 705] (s. κλείω), darin einschließen; ἐγκατέκλεισέ θ' αὑτὸν τῷ νεῷ Alexis Ath. XIII, 606 a; Hippocr.; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατακλείω: κατακλείω ἐντός, ἐγκλείω, τινὰ τῷ νεῷ Ἄλεξ. παρ’ Ἀθην. 606Α, Ἀριστ. Πρβλ. Γ. 26. ― Παθ., Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 385, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 10, κ. ἀλλ.

Spanish (DGE)

1 encerrar αὑτὸν τῷ νεῷ Alex.41.3, τὸ θερμόν Arist.Pr.937a29, cf. Thphr.CP 5.13.2, τὸν ἀτμόν Thphr.Ign.43, τὸ δ' ἀκμάζον καὶ χρήσιμον ... τῷ περιτειχίσματι I.BI 6.415, λέοντα καὶ πίθηκον καὶ ὄφιν D.C.79.11.3
fig. τῇ ψυχῇ τὴν ὀδύνην ἐγκατακλείουσαι Gr.Nyss.V.Macr.400.1
en v. pas. οἷσι γὰρ σῖτος ... ἐγκατακέκλεισται a quienes el alimento sólido les ha quedado retenido en el intestino, Hp.Acut.16, cf. Epid.4.14, τὸ πῦρ ἐγκατακλειόμενον Hp.Vict.1.9, ἀναθυμίασιςἀτμιδώδης ἐγκατακλειομένη la exhalación de vapor húmedo encerrado Arist.Mete.378a29, cf. GA 735b23, PA 672a32, Pr.878b8, ἐγκατακέκλεισται ὁ καπνὸς ἐν αὐτοῖς (ἄνθραξι) Thphr.Ign.75, cf. Ph.2.162, Plu.2.691f, οἱ ἐγκατακεκλεισμένοι los sitiados D.S.19.61
fig. encarcelar en v. pas., de las almas ἐγκατακλείεσθαι τοῖς σώμασιν Corp.Herm.Fr.23.33.
2 ensartar en v. pas. τοῖς ὅρμοις καὶ τοῖς περιδεραίοις ἐγκατακλειόμενοι ἀμέθυστοι Clem.Al.Paed.2.12.118.

Greek Monolingual

ἐγκατακλείω (AM)
κλείνω κάτι καλά μέσα σε κάτι άλλο.